ΜΥΧΙΑ ΠΑΘΗ λοιπόν, με τις πικρές του αλήθειες σε ότι αφορά τα αρνητικά χαρακτηριστικά της φυλής μας. Αλήθειες όχι άγνωστες, μα πρώτη φορά μαζεμένες και τεκμηριωμένες σε τέτοιο βαθμό που δεν σου αφήνουν κανένα περιθώριο αμφιβολίας γι’ αυτές. Δεν παραλείπονται ωστόσο και τα θετικά χαρακτηριστικά που μοιάζουν να ξεπετάγονται από το πουθενά, καθώς οι ίδιοι χαρακτήρες που εμφανίζουν τα πρώτα, μπορούν να εμφανίσουν και τα δεύτερα, και που τελικά δεν είναι τόσο ξαφνική η απρόσμενη εμφάνιση τους μέσα στο δυστοπικό περιβάλλον, τον τόπο και το χρόνο της αφήγησης.
Και δεν είναι ξαφνική γιατί υπήρχαν οι κρυφές εκείνες δυνάμεις, που μπόλιασαν αργά αλλά σταθερά την μεγάλη ιδέα στις ψυχές των Ελλήνων, που δεν ήταν άλλη από την ιδέα της απελευθέρωσης. Όμως αργά προχωράνε τα πράγματα πάντα προς τη συνειδητοποίηση μιας αναγκαιότητας, όπως το γράφει σε επανάληψη η συγγραφέας μας, και στο μεταξύ θυμάται κανείς πως «Οι ιστορικές αναγκαιότητες είναι αυτές που ορίζουν τα ήθη και τις συμπεριφορές των ανθρώπων» Δεν θυμάμαι που το διάβασα πριν από χρόνια, αλλά έρχεται να «κουμπώσει» με μια άλλη εκτίμηση ξένου περιηγητή της εποχής «η πολιτισμική υστέρηση των Ελλήνων συνδέεται με το καθεστώς της υποδούλωσης και της απαξίωσης εντός της κοινωνικής ζωής που επέβαλαν οι Τούρκοι» που αναφέρει σε άρθρο του ο καθηγητής φιλοσοφίας του πανεπιστημίου Αθηνών, Δημήτρης Μπαλτάς. «ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ»
Για να επιστρέψουμε στα «Μύχια Πάθη» της Ελένης Στασινού και να ξετυλίξουμε το κουβάρι της υπέροχης αυτής πλοκής, καθώς μέσα του, υπάρχει η ιστορία της Λητούς, μια γυναίκας από την κυρίαρχη τάξη των προυχόντων, ευνοημένη από τον ευεργέτη της που την ενέταξε σε αυτήν, αλλά φιλόδοξη, αδιάφορη σε βαθμό εγκληματικής και σκόπιμης μάλλον άγνοιας για τα βάσανα των φτωχών συμπατριωτών της, ακόμα και για τις μαζικές σφαγές τους και τις καταστροφές των πόλεων και χωριών τους. Μόνη της έγνοια, η εκδίκηση, για την απόρριψη του έρωτά της από το αντικείμενο του πόθου της, τον γιο του ευεργέτη θείου της. Μόνη της έγνοια το ξέσπασμα αυτής της εκδίκησης στη γυναίκα που αποτελεί τον άλλο πόλο, ως προς τα θετικά και αρνητικά στοιχεία των χαρακτήρων τους, την Ελένη.
Την ίδια στιγμή που οι Έλληνες σφάζονται, κυνηγούνται, τουφεκίζονται, βασανίζονται, δυστυχούν, υποφέρουν, πεινούν, από και εξαιτίας των κατακτητών, αυτή η αντί ηρωίδα του έργου, μπαίνει όλο και βαθύτερα μέσα στη σκοτεινή δίνη της εκδίκησης, που πια δεν περιορίζεται στο ένα πρόσωπο, αφού η αρρώστια της ψυχής της την ωθεί στην κατάργηση κάθε φραγμού, προκειμένου να πάρει, αυτό που θεωρεί ότι δικαιωματικά της ανήκει, τη θέση της δηλαδή σαν «κυρία» του πύργου, σαν σύζυγος, δίπλα στον αγωνιστή και ανυποψίαστο γιο του ευεργέτη της.
Κι ενώ με την καρδιά σφιγμένη παρακολουθούμε τα εγκλήματα και τις ανομίες της να διαδέχονται το ένα το άλλο, την ίδια στιγμή οι Έλληνες, συγχυσμένοι, ανενημέρωτοι, μπερδεμένοι από τα γεγονότα, στρέφονται ο ένας εναντίον του άλλου, ακριβώς λίγο πριν το μακελειό του αφανισμού τους στην περιοχή, και μέχρι την τελευταία στιγμή. Η εκκλησία και οι κοτζαμπάσηδες να μη θέλουν να τα χαλάσουν με την υψηλή πύλη και τους ντόπιους πασάδες, αγάδες, εγκάθετους στα μέρη τους, στρέφονται εναντίον των πραγματικών αγωνιστών κατά της σκλαβιάς, των Κλεφτών, κατ’ απαίτηση του Σουλτάνου, ενώ απολαμβάνουν χωρίς αιδώ την εύνοια του, εις βάρος των υπόδουλων Ελλήνων. Διαφθορά και διαπλοκές παντού, φιλοχρηματία, προδοσίες, ηθικός ξεπεσμός σε όλα τα επίπεδα, από ανθρωποποίηση ακόμα και των θυμάτων, ραγιάδων, που έχουν υιοθετήσει τα μέσα και τους τρόπους του κατακτητή για να επιβιώσουν.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό μπολιάστηκε ο σπόρος της μεγάλης ιδέας, της επανάστασης, της απελευθέρωσης, που συχνά ξεριζώθηκε ή μαράθηκε στη μία περιοχή για να ξανά βλαστήσει στην άλλη, καθώς όπως αναφέρει η Ελένη, ούτε μία, ούτε δύο, αλλά 150 ήταν οι αποτυχημένες εξεγέρσεις των Ελλήνων κατά των Τούρκων που είχαν επιχειρηθεί τον τελευταίο αιώνα.
Μυθιστόρημα γεμάτο εντάσεις, μυστήριο, γεγονότα κατ’ ευθείαν παρμένα από την ιστορία και τις μαρτυρίες των μελετητών της, συγγράμματα, επιστολές και μέσα της, οι ήρωες της Ελένης που ζει ο καθένας το δικό του δράμα ή θαύμα και ακολουθεί την δική του ειμαρμένη, τους οποίους με αριστοτεχνικό τρόπο τους συνδέει με την εποχή και τα γεγονότα, να παίζουν ρόλο καθοριστικό σε αυτά, μέχρι την τελευταία σκηνή της ολοκληρωτικής εξολόθρευσης από τον Ιμπραήμ και των εφιαλτικών πέρα από κάθε άγρια φαντασία εγκλημάτων, που αυτός και ο στρατός του επιτέλεσαν.
Μέχρι τη στιγμή δηλαδή που δεν έμενε σχεδόν κανείς, ούτε από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας, ούτε από τους απλούς ανθρώπους. Σχεδόν, γιατί η ιδέα, οι γραφές, τα αρχεία, τα μυστικά βιβλία και κάθε τι αφορούσε την ιδέα και τη συνέχειά της, κατάφεραν να σωθούν από τον άνθρωπο που την ευθύνη τους είχε, κατάφερε αυτός να τα σώσει, ακολουθούμενος από τις κραυγές των σφαγμένων χιλιάδων, που δεν πρόλαβαν να σωθούν. Ενός ανθρώπου που γνώριζε πως και τα ίδια τα παιδιά του βρέθηκαν μέσα στο χαλασμό, ανάμεσα σ’ αυτούς που σφάζονταν, κι όμως αυτό δεν τον εμπόδισε να νιώσει υπερήφανος, ικανοποιημένος, επειδή δεν πέθανε σαν τον πατέρα του, επειδή έζησε κατορθώνοντας να διαφυλάξει την πνευματική περιουσία, που θα αποτελούσε τη συνέχεια του αγώνα. Ανάμεικτα τα συναισθήματα κι εδώ.
Και τελειώνει το συγκλονιστικό αυτό μυθιστόρημα της η Ελένη, με αυτή την τρομακτική καταστροφή, το μακέλεμα, το «χάλασμα» χωριών και ανθρώπινων ζωών, που ακολουθεί η ησυχία της ματωμένης ερήμωσης, τα ακίνητα αιματοβαμμένα νερά της λίμνης, και που πάνω της ταξιδεύει αθόρυβα στην αυτοσχέδια κούνια του, ένα κοιμισμένο μωρό. Το μόνο ανθρώπινο πλάσμα που δεν αντιλήφθηκε το χαμό, η μόνη ζωντανή ελπίδα που έμεινε, για να ξαναρχίσει η ζωή, από εκεί που σταμάτησε.
Η Ελένη Στασινού, με χειρουργική ακρίβεια βήμα το βήμα, μας οδηγεί από τη γνώση των γεγονότων στην περίσκεψη και από εκεί σε αδιάκοπους συνειρμούς γύρω από το βάρος της αξίας της ανθρώπινης ζωής σε αντιπαράθεση με την αξία μιας μεγάλης, όπως η ελευθερία, ιδέας, και την θυσία ή την αυτοθυσία που λαμβάνουν χώρα κατά την πραγμάτωσή της. Μας οδηγεί όμως και σε ερωτήματα των ημερών, καθώς αναπόφευκτη είναι η σύγκριση, του παρόντος μιας ελεύθερης πατρίδας, με το παρελθόν μιας σκλαβωμένης. Και μέσα σε αυτή τη σύγκριση, υπάρχουν σημεία πολλά, πάρα πολλά, που δεν δικαιολογεί η σημερινή μας ιστορική πραγματικότητα και συνθήκη, σε ότι έχει να κάνει με την έλλειψη αρχών και στοιχείων όπως, η συμπόνια, το φιλότιμο, ο αλτρουισμός, η φιλοπατρία, η συνεννόηση, η συνεργασία, η ενσυναίσθηση. Καμιά σχέση και καμιά δικαιολογία θα έλεγα.
Ένα βιβλίο που κατά την ταπεινή μου άποψη πρέπει να πάρει τη θέση του μέσα σε κάθε ελληνικό κι όχι μόνο σπίτι, σε κάθε ιδιωτική και εθνική βιβλιοθήκη, αφού δεν πρόκειται παρά για την τραγική ιστορία της χώρας μας, ζωντανεμένη μέσα από τη μοναδική πέννα και ευαισθησία της συγγραφέα του.
Συγχαρητήρια αγαπημένη μου Ελένη, δεν ντρέπομαι να πω πως νιώθω υπερήφανη που είμαι φίλη σου, αλλά να είσαι σίγουρη, το ίδιο υπερήφανη και έκθαμβη θα ένιωθα για τη γραφή σου και το μυθιστόρημά σου αυτό, ακόμα και ως άγνωστή σου αναγνώστρια.
Καλοτάξιδα λοιπόν στις καρδιές των αναγνωστών, τωρινών και μελλοντικών με τα πλοία του χρόνου τα «Μύχια Πάθη» σου!