Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2016

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016

Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016

«ΑΝΕΠΙΔΟΤΟ» Δέσποινα Κοντάκη



«ΑΝΕΠΙΔΟΤΟ»  Δέσποινα Κοντάκη
Ξεκινώντας την ανάγνωση της συλλογής  αρχίζω να σκέφτομαι πως  θα είναι δύσκολο  να ανακαλύψω  την ποιητική οπτική  της Δέσποινας Κοντάκη. Κι αυτό γιατί η δημιουργός δεν μου δίνει την αίσθηση πως δεν έχει μια ποιητική «εστία» όπως, έρωτα, πρόσωπο, θεό, αδικία, προσπάθεια, παρελθόν, όνειρο η μέλλον, ώστε να μπορέσω να την εμβαθύνω εύκολα. Αντιθέτως μου δίνει την εντύπωση πως θα παρακολουθήσω έναν ταξιδευτή, ένα στοιχειό (η στοιχείο αεικίνητο) που κάθε ποίημα πρόκειται να αποτελεί  το κέντρο ενός κόσμου εντελώς διαφορετικού από  τον προηγούμενο.
Αυτός ο κάθε ένας νέος κόσμος  θα είναι που θα έχει κινητοποιήσει μέσα της, εντυπώσεις, συναισθήματα και μηνύματα τα οποία εν πολλοίς θα μένουν «ανεπίδοτα». 
Μοναδικός παραλήπτης ο αναγνώστης.  Που προσέχοντας  θα αντιληφθεί  ότι όλα αυτά τα επιμέρους κέντρα ποίησης τα ενώνει ένα πέπλο διακριτικό. Η βαθειά σιωπή.
Η σιωπή των ανθρώπων, η σιωπή  των κοινωνιών, η σιωπή ανθούσης  της ζωής, η σιωπή των παλιών σπιτιών, η σιωπή του έρωτα, η σιωπή του μυαλού, η σιωπή του θανάτου.
Υπάρχει όμως μια σιωπή βαρύτερη για την δημιουργό. Η μέσα της αβάσταχτη σιωπή. Και δεν διαφαίνεται ως «διαφυγή» της.  Γι αυτό η ποιήτρια θα την μετατρέπεται …σε ερωτήσεις.
Που θα απευθύνονται  στο «Πέρα» από την ανθρώπινη ικανότητα.
Στην  πεταλούδα «πως φτιάχνει χρώματα και βάφει τα διάφανα φτερά της» στο πουλί «πως μηδενίζει την βαρύτητά του» στον βάτραχο «πως αντέχει την ασχήμια που του προσάπτουν»  στο παιδί  που θα το καλεί  «να την μάθει τον τρόπο που χαμογελά» Σελ 10
Όλα αυτά  γιατί η εσωτερική αυτή σιωπή, μπορεί να κάμει την ίδια και την  ζωή της, γκρίζα και άχρωμη, να νοιώθει το βάρος της ύπαρξης της να πιστεύει πως είναι άσχημη, (όχι σαν τον βάτραχο που έχει την σοφία να αντέχει την ασχήμια του)  και αφού έχει ξεχάσει τον τρόπο να χαμογελά σαν παιδί, να ζητά από αυτό το ίδιο το παιδί να της θυμίσει τον τρόπο  να το επανακτήσει.

Η μέσα σιωπή δημιουργεί κενό, ο ποιητής απεχθάνεται το κενό, καθώς όλοι οι δημιουργοί. Έχει ανάγκη να το γεμίσει ρίμα, χρώμα, αίμα. Η μέσα σιωπή γειώνει κι ο ποιητής επιθυμεί τις πτήσεις και την ανάταση .

Η Δέσποινα Κοντάκη ζει στην λεπτή γραμμή που ενώνει ζωή και θάνατο. Πεδίο απ’ όπου η λεπτή αυτή γραμμή εκκινεί, είναι το σώμα της που είναι «σώμα» στο οποίο ναι μεν αύριο θα κάνει κατοχή ο θάνατος, μα τώρα, γίνεται η το καθιστά η ιδία αυτοβούλως, πεδίο έρωτα, η ανάστασης, χειριζόμενη αυτό το σώμα με ευκολία  ώστε  να μπορεί να το αποχωρίζεται σαν ύλη, στην οδύνη η στον έρωτα.   
Και ιδίως να μπορεί να παρατηρεί  με καθαρότητα  πως ..
«Δυο μέτρα έξω από το σώμα μου
Άνθρωποι πίνουν καφέ  στις γειτονιές
Και μιλούν για χθεσινά πράγματα»
Η ίδια δεν θέλει να μιλά για χθεσινά πράγματα 
«Ποιος μου ζητά ;
να σπαταλήσω τόσα βλέμματα
σε τόσο άσχημες εικόνες –πληγές-
ποιος;»
Δεν θέλει ναν μιλά μήτε για σημερινά γεγονότα 
Τελικά δεν θέλει  να μιλά για γεγονότα.
Διότι τα γεγονότα έχουν διαδραματισθεί, κι αυτό ενέχει τον θάνατο της πράξης. Κι αυτή  θέλει να ζει ακριβώς στην ζύμωση, στην γέννηση του συμβάντος, απ’ όταν το όνειρο, γίνεται σκέψη, η σκέψη επιθυμία, η επιθυμία μέθοδος, η μέθοδος πραγμάτωση ενός μελλοντικού γεγονότος. Θέλει να βιώνει τα προκαταρτικά στάδια με την ομορφιά τους, αυτών όλων που σαν επιτελεστούν θα λέγονται «γεγονός» και που όμως δεν εμπεριέχει παρά ελάχιστο ψήγμα από τον «καύσο» της ποίησης.

Την παρατηρούμε  πως σαν σώμα με συγκεκριμένες διαστάσεις έχει την ικανότητα να αντιλαμβάνεται ότι κάποια βλέμματα  που την διέσχισαν, άφησαν χάσματα.
«Ξύπνησα αγαπώντας σε
Κάτω από τις ράγες
Των πρωινών τραίνων
Μ’ ένα διαμπερές βλέμμα να χάσκει στο σώμα μου» σελ 30

Να επιθυμεί τον έρωτα  ως λύτρωση για τα όσα τραγικά συμβαίνουν, μα και αυτός «κλειστός»
«Ξύπνησα πάλι ποθώντας σε
Με δεμένα χέρια
-πώς να σε ανοίξω-
Δίπλα στις πρωινές εφημερίδες…» σελ 31
Και διαπιστώνουμε πόσο εύπλαστη είναι.
Ακόμα και όταν την βρίσκουμε να σκαλίζει σε ξύλο ένα ρόδο,  πάλι απουσιάζει από τα γήινα.
Φορά φτερά στους ώμους και σκέφτεται πόσο μικρός είναι ο κόσμος, κάποτε  κουρασμένη αφήνεται  σε αερικά να την σέρνουν στο ταξίδι τους, δίνοντας μας την βεβαιότητα πως δεν επιθυμεί να θεωρεί διαχωρισμένο το σώμα από το πνεύμα, γι αυτό και χαίρεται που κατέχει τόσο καλά τον τρόπο της συγχώνευσή τους, ώστε  να μπορεί να απολαμβάνει μεγάλες αισθητικές  μα και υλικές συγκινήσεις με την διττή αυτή και αδιαίρετη φύση της.

«Κατέβαιναν την σκάλα κρατώντας τα παλιά κάδρα του χτες.
Επέμεναν να ζουν  στο σπίτι με τις παλιές ταπετσαρίες…»  
και πιο κάτω
«Κατέβαιναν τις σκάλες
Ένας μικρός στρατός χωρίς διακριτικά
Κι έπρεπε να σπάω το κεφάλι μου να ταιριάσω ονόματα, χρονολογίες
Κάτι κομμένα χέρια που κρατούσαν  κιτρινισμένες επιστολές
Επετείους γεννήσεων και θλιμμένων γάμων…..»
Κατεβαίνουν όλοι αυτοί που την κάνουν να ανατριχιάζει ξαφνικά και «το παιδί μέσα σου αρχίζει να κλαίει» σελ 38.

Κι όμως  δείχνει να θέλει να ξεμπερδεύει από λύπη και οδύνη ώστε να ζήσει την κάθε μέρα  χωρίς «να μετρά με  θανάτους  τον χρόνο»
Καταφέρνει  να επανέλθει  και να ελπίσει ως άνθρωπος απλός
και στέρεος, φτιαγμένος από χώμα και επιθυμία ανθρώπινη ώστε να
«Πλέκει στεφάνια ανεπίδοτων φιλιών» η  να «στολίζει το κάθισμα που μένει άδειο» η να προσφέρει  ακούραστη πριν κάτι της ζητηθεί.
«ένα ποτήρι με νερό να σου γεμίσω
Σίγουρα θα διψάς όταν θα φτάσεις»
Κι όταν εκείνος που περιμένει φτάνει;
Είναι απών. Το παρελθόν η το μέλλον τον διεκδικεί Μόνο σαν φεύγει έρχεται,  στην απουσία του μόνο, παίρνει το βάρος που του δίνει ο χρόνος και η απόσταση, και τότε μπορεί να νοιώθει ζευγαρωμένη, γιατί τα ίχνη του είναι ζωντανά  τόσο, όσο εκείνος έχει ήδη πεθάνει σε ένα μέλλον η ένα παρελθόν.
«Δεν με γνωρίζεις.
Ποια είμαι αλήθεια
Δεν το ξέρεις
Τι είμαι αλήθεια
Και τι προοπτική έχω να είμαι
Δεν το ξέρεις
Κι είναι γιατί έρχεσαι φεύγοντας.
Ποτέ δεν μένεις.» σελ 19

Ύστερα  έρχεται  το πέπλο το ενωτικό  των κόσμων, των συναισθημάτων των διαφορών, των ανισοτήτων, της περισυλλογής,  της συναίνεσης, της μοναξιάς μα και της σοφίας. Η Σιωπή. Το βασικότερο συστατικό της ποιητικής  ιδιοσυγκρασίας.
«Κλόουν θα γίνω
Να σκέφτομαι αστεία
Και να γελώ
Να γελώ,
Να γελώ κάθε φορά
Που θ’ αραδιάζουνε σιωπή
Στην πόρτα μου μπροστά!»
Γιατί αραδιάζουν σιωπή μπροστά στην πόρτα του ποιητή.
Είναι η σιωπή που αποδεικνύει το χάσμα της απλής σκέψης από την εκ-παιδευμένη. Είναι το πρώτο συστατικό για την μοναξιά του δημιουργού , την αποκοπή του από το περιβάλλον, την απαξίωση του πολλάκις, μα και από τα κυριότερα γενεσιουργά απαραίτητα συστατικά στην άνθηση της ποίησης.

Ευχαριστώ την ποιήτρια που με τίμησε με το βιβλίο αυτό και έχω να της πω πως δεν υπάρχει φόβος  για την ίδια και την ποίηση της «να χαθεί από αναθυμιάσεις που ζαλίζουν» διότι η ίδια ακολουθεί «Κορμιά που μοσχοβολάνε γιασεμί» αφού και το  πένθος και τις μυρωδιές του θανάτου, έχει την ικανότητα και τις μεταπλάθει σε ζωογόνες μορφές, ρίμες, συναισθήματα. Αφού την τραγωδία την αφήνει να υπάρχει ως γεγονός προς βίωση  μα και ως  θέαμα - ανίχνευση-παρατήρηση και  όχι ως αρνητικό καθοριστικό παράγοντα ζωής και δράσης.  

Θα τελειώσω με το πρώτο ποίημα της συλλογής  «ΑΝΕΠΙΔΟΤΟ»
ΠΟΤΑΜΙ
Έχω
Ένα
Ορμητικό
Ποτάμι
μέσα μου...


Και
μου είπαν,
πως
πρέπει
να φτιάξω
νεροφράγματα..»
ευχόμενη στην ποιήτρια πως δεν πρέπει να υψώσει νεροφράγματα. Τα συστήματα, οι κοινωνίες, οι «ελάχιστοι» τρέμουν μπροστά στην ορμή. Ας επιτρέψει στην ποιητική  φωνή της, την ελευθερία που της αξίζει.