Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2012

δεν φταιμε εμεις (ΕΜΠΥΡΕΤΑ) ποιηση του 1991

Ησουν μικρό αγάπη μου κι η μνήμη σου ιστορούσε
λίγες αράδες παιδικής, πρόϋπνιας ιστορίας
χωρίς δράκους και τέρατα, μόνο μ΄αυγές και έργα
ωραία εργα ιπποτικά από γονιούς παρμένα
ευγενικούς που στηνανε παραμυθιών βιβλια
συνέχειες να δίνουνε στα όνειρά σου όλα.

Κι εγώ σε πήρα η τρελλή στη γη να σε γνωρίσω
και το λαδάκι μου έκαιγα χωρίς φειδώ και σκέψη
κι εσύ αυγάταινες πολλά κι εγω εξασθενούσα...

Ο έρωτας βυθίζονταν στον εμπαιγμό του τοίχου
ημεροδείκτης πρόσκαιρος με δύναμη ενού χρόνου
σε σκουπιδότοπο γλοιο θάκλεινε τη σειρά του
μ΄αριθμημένες εποχές, μέρες χρόνια και μηνες
όλα βαρειά ασθματικά από τις αναμνησεις.

Δε φταις εσύ μητε εγω μητε κι άλλος κανένας
οι ώρες παρανόησαν  που  ευφαράινονται με θλίψη
δείγματα αναντίρρητα μιας χρόνιας αφροσύνης

Οι μέρες που το θέαμα στερήθηκαν και πάνε
ψάχνοντας μεσ΄τις ρίζες τους των λεξεων τις συγχύσεις
και οι βδομάδες που άπιστες σ΄εμάς αντινομήσαν
με σιγουριά ακυρώνοντας ότι είχαμε πιστεψει.

Κι οι μηνες φταινε οι στατικοι και οι σωστα βαλμένοι
στρατιώτες χρόνια στη σειρά που πόλεμο δεν είδαν
γι αυτό και ρίξαν τ΄άρματα ξωπισω τους και φύγαν.

Τα χρόνια π΄απαράλλαχτα και καταραχνιασμένα
μέσ΄σ΄ενα σύναγμα πεζών κι ανόητων πραγμάτων
θύματα μιας συνηθειας που φόνισσα να γίνει
έμελλε κι ας μην έμοιαζε  να έχει το κουράγιο

Όμως ονείρατα πολλά σταμάτησε να βλέπει
κι ανόνειροι ύπνοι φέρνουνε την τρέλλα από δίπλα
στο σύρμα οπου τ΄αγκάθια του, ή την ζωή ξυπνάνε
είτε η τρέλλα  ακουμπά και ξυνει τιςπληγές της

Δεν φταις εσύ, μητε εγώ, μόνο ο χρόνος φταίει
γι αυτό καταδικάστηκε να εκτίει τηνποινή του
σε τοίχους μελλοθάνατος και καταδικασμένος.



Άχρωμος έδειχνες 
κι ακίνδυνος
Τη λάμψη σου έκρυβες 
με προσοχή
Ένα σκοτάδι γύρευες
να ζωγραφίσεις
Κι όλα μου τα δωμάτια
αφώτιστα και εσωτερικά.
Υπόκωφα σε έμπασα
κι ευθύς
σπίθα ανάλαφρη
γαλαζωπή
τους τοίχους μου σε εξοχές
μετέτρεψες
Ιδιες μ΄εκείνες που διέσχιζαν
το πολυσύχναστο σου 
σώμα

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

ερωτικα σημαδια

Κάποιοι τ' αποτυπώματα
ονόμασαν πληγές
Εγώ παράθυρα τα βάφτισα
απ΄όπου ο κόσμος
ανείπωτα ωραίος δείχνει
κι η μέρα
εκεί δα
στέλνει τα περιστέρια της
εκστατικά την πόλη
ν΄ατενίζουν.



Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2012

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΟΥ

Απ΄όπου πέρασε
η σκέψη σου και μόνο
το δέρμα μένει κόκκινο
Βραχογραφίες ερωτικές
Νυχτώνει και φλογίζονται
Κι ύστερα λεν ..."ο χρόνος"
Τι να σου κάνει ο χρόνος

Σαν τοκογλύφος έντιμος
στιλβώνει
και πυρρώνει
τα δυσεύρετα.
 

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012

Ο ΠΟΔΗΛΑΤΗΣ

Εδώ  δεν ριζώνουν
ασθενικά αισθήματα

Μένω θυέλλης 
πεδίο προσφιλές
όπου δυνάμεις δοκιμάζονται

Κι ελόγου μου
ούτε αμαρτία μιά
χαρίζομαι
στην Άγια χάρη
της άγριας νύχτας μου

που μόνο ημερεύει
σε κείνου του ποδηλάτη
τον ωραίο ήχο....


Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2012

οι φοβισμένοι κρυβονται σε ονειρα

Υλικό ονείρων
μ΄αρέσει να συλλέγω
σ' ανθρώπινες χωματερές
Νάχουν κάπου να κρύβονται
οι φοβισμένοι μου....


Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2012

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΘΥΕΛΛΑ

Για σένα ξέρεις
ο έρωτας μου
έχει τρυπώσει
πιο πίσω από την ψυχή

Εκεί που ο Θεός 
κάνει ταμπάκο
ευδαίμων
αφήνοντας τους  δαίμονες
να  συνταιριάζουν δόκανα.

Δεν τους φοβούμαι
στην Θεία πισαυλή ασφαλής
την θύελλα σου 
να περιγράψω επιθυμώ
μα δεν μπορώ.

Την νοιώθω  τόσο αλλόκοτη
ξηρή
στεγνή
σκόνη βελούδινη θαρρείς
που τρίβεται στο χέρι

Θάλεγα 
σύσπαση φιδιού
π΄αλλάζει ντύμα!




Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2012

ΑΠΟΥΣΙΑ

Η απουσία σήμερα
δεν είναι εδώ.
Άπαντες ψήφισαν
με γέλιο κι αστειότητες
τον εξοστρακισμό της.
Ύστερα ήρθαν τα κοινωνικά
τα σκάνδαλα
οι αναλύσεις
σαλάγισαν σιωπηρά επίσης
τους απολογισμούς
και πόσον κόστιζε 
ο θάνατος σε δόσεις.
Μα για την απουσία
χώρος ουδείς.

Σαν βγήκαν μόνοι
-έκαστος είς-
στον τοίχο τον απέναντι
υπομονετικά την είδαν 
να τους αναμένει.
Αργά κι αθόρυβα την φόρεσαν
-έκαστος εις-
να μη φανεί στους άλλους
πως τόσα λόγια βαρυσήμαντα
κι ανεμελιά 
και ευθυμία
ανίκανα εστάθηκαν 
να τους ενδύσουν....



Έπαψε νάναι ο Θάνατος αυτός που ήταν!

Έπαψε νάναι ο Θάνατος 
αυτός που ήταν!

Των ορυχείων τις στοές 
αλάσπωτος προσπέρασε
Η σκόνη και η έλλειψη
δεν κατακάτσαν στον μανδύα του
Κι οι πόλεμοι των θρησκειών
στα μάτια του εφάντασαν
με οπωρώνες
που δικασμένοι στου νερού την τιμωρία
τον μιμούνταν

Πλήρης σιωπής διέσχισε
ηλεκτρισμένα σύννεφα 
ο θάνατος
κι αδερφοφάδες έθαψε 
σε περιφρόνηση
Ασύστατος κι ανώνυμος
μοιραίους έρωτες
ανάγκες  
απορίες 
κι ιδέες πεισιθάνατες
διέσχισε

Έτσι απλός και καθαρός και ήσυχος
βάρος απόκτησε σπουδαίο
και μια ταυτότητα ιδιαίτερη
εκεί
στων πεζοδρόμων 
τους πολύχρωμους καταυλισμούς.

Κι έγινε δράση καθημερινή
σύνεσης και επιείκειας
ο θάνατος.

Και πάντα μια νεροποντή μετά
να  φέρνει τύψεις
στην γκρίζα πόλη.....



Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2012

Δον Κιχώτης

Σ'αυτόν το βάλτο
- εγώ παλιός πολεμιστής -
ανεστραμμένος
με το κεφάλι να βυθίζομαι
αχόρταγα ιλύ καταβροχθίζω

Τι περιμένω ο αμαθής
σ' αιώνες πόσους
τις αμαρτίες πίνοντας
αστραφτερό του κόσμου
να παραδώσω  το είδωλο;