Σημερα κλήθηκα να συμπαρουσιάσω την δευτερη ποιητικη συλλογή της Ελένης Νανοπούλου με τον τίτλο
«Η ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΓΥΜΝΩΝ ΛΕΞΕΩΝ. 2011, εκδόσεις Δρόμων.
Δεν θα ΑΡΧΊΣΩ λέγοντας πως η ποίηση, είναι δύσκολο είδος Ούτε θα πως οι στίχοι μιλούν με τα περισσότερα λόγια, αποποιούμενη της σοβαρής θέσης που έχει ένας παρουσιαστής βιβλίου. Εκείνο που μπορώ να κάνω Όμως είναι να προσπαθήσω φιλότιμα να σας δείξω τον δικό μου δρόμο προσέγγισης της ποίησης.
Kαι θα αρχίσω, χωρίς να θέσω τα όρια που συνηθίζεται να τίθενται. Πως η ποίηση είτε προσλαμβάνεται είτε όχι, (οπότε όλο σχεδόν το βάρος της κατανόησης μεταφέρεται εμμέσως στον δημιουργό). Δεν θα πω επίσης πως ο ποιητής σαν ποιεί, οφείλει στον αναγνώστη την κατανόηση. Αλλά δεν θα πω ακόμη πως η παιδεία του ενός η του άλλου θα καθορίσει αυτήν την σχέση (μια σχέση εύθραυστη που όλοι ξέρουμε πως μπορεί να υπάρξει μπορεί και όχι.) Θα πω, πως η ποίηση απλώς συντελείται. Και σαν όλες τις τέχνες, συντελείται κάτω από ένα καθεστώς αναγκαιότητας. Κατά την διάρκεια αυτή, ουδόλως αφορά τον δημιουργό, κάτι από τα προαναφερθέντα. Δηλαδή, αν θα είναι κατανοητός, αποδεκτός, ευπώλητος. Και όχι διότι είναι ακατάδεκτος στις κρίσεις, στην αποδοχή, η ότι ο ίδιος είναι πέραν της ματαιοδοξίας, μα διότι έχει ήδη συρθεί-παρασυρθεί από άλλου είδους δυνάμεις-ρεύματα . Τα ρεύματα αυτά, ασαφή, τρικυμιώδη, γοητευτικά, όσο και επικίνδυνα τον καλούν. Τον καλούν να ανιχνεύσει, να χαρτογραφήσει, να συγκρίνει, να οριοθετήσει αν είναι δυνατόν και το υπάρχον αλλά και το ανεξήγητο η και το άπιαστο.
Αλλά το σημαντικότερο ίσως απ΄όλα? –Μέσα από την διαδρομή αυτή να διακινδυνεύσει ένα πολύτιμο μάθημα αυτογνωσίας αλλά και αυτοπροσδιορισμού» «Το κύμα» Το πήραν κι αυτό το ποίημα γεμάτο ομορφιά και νιόβγαλτη ύλη. Κλείσε τα μάτια μωρό μου κι αυτό θα περάσει. Έχω στα μαλλιά σου τυλιγμένο μαξιλάρι ρόδο, έχω εδώ την δύναμή σου σαν ‘ρθεις απ’ τον καιρό και από τις προσταγές. Δεν την κρατούν την αθάνατη ζωή. Το ότι υπάρχουν γεγονότα, έννοιες, ερωτήματα που δεν επιδέχονται πάντα, αποδείξεων η απαντήσεων, αυτό είναι που κάνει το ον να ποιεί. «Εγώ δεν είχα τα πουλιά χέρια» θα πει σπαρακτικά στο ποιήμα της «Τα ωδικά ράμφη» ως Ίκαρος σύγχρονος που επιθυμεί την προσέγγιση του αόρατου, μέσω της αιώνιας επιθυμίας να μαχηθεί την φυσική του βαρύτητα, ώστε να πετάξει.
Βλέπουμε λοιπόν τον δημιουργό, να γνωρίζει (ψυχανεμίζεται, νοιώθει, η διαισθάνεται) ότι υπάρχει ζήτημα-πρόβλημα κατανόησης, τούτου η άλλου κόσμου και προσπαθεί να βρει διαύλους, μέσω των εκφραστικών μέσων που διαθέτει η γλώσσα, ώστε να αγγίσει τον πυρήνα των ερωτημάτων του, και ίσως και να τα κατανοήσει, με έναν τρόπο που δεν θα είναι απτός μόνο με την νόηση. Διάβαζαν τα μάτια όλα γραμμένα σε κεντίδι λαλούσε και τ’ αηδόνι του αιώνα Άκουε το φώς μ’ ορθάνοιχτα τα μυστικά απ’ το ραγδαίο δρόμο Άκουε το σκοτάδι τη σιωπή του απ’ άβανθα γης όπου αξιώθηκες να θρηνείς σαν θαρραλέο πρόσωπο πως λύεται η αγάπη «Της ροδης παιδί» Είναι αλήθεια πως κάποια συναισθήματα, κάποιες στιγμές της ζωής του ατόμου, δεν είναι εύκολο να αποτυπωθούν παρά μόνο με την ποίηση, τα ίδια αυτά δύνανται, χωρίς την βοήθεια της ποίησης, να παρασύρουν τον άνθρωπο σε καταστροφικά μονοπάτια… Αν λοιπόν ο ποιητής φανεί τυχερός και φτάσει στο κέντρο των ερωτημάτων του, υπάρχουν πιθανότητες να φτάσει σε σημείο, να αγαπήσει και αυτήν την άλλη πραγματικότητα, ερμηνεύοντας την, και ζώντας την ως «κοινός» άνθρωπος. Κοιτάζω την ξένη μακρινή θάλασσα κρύο γεύση ρωγμή σ’ άλλη πλαγιά κοιμάσαι μόνο ρίξε έναν ήλιο στους ώμους έρχεται χιόνι αθόρυβα αναχωρώ σαν να μην πέρασα ποτέ σαν ξένη «Σαν ξένη» Αποτυπώνονται λοιπόν και τα συναισθήματα με την ποίηση, και οι ακριβές ανεπανάληπτες στιγμές, διότι η Ποίηση είναι που δεν περιορίζει, με το πεπερασμένο των υλικών της, τόσο τις απλές καθημερινές έγνοιες όσο και τις μυστήριες έννοιες η τις δυσβάσταχτες. Αφού με το βασικό της εργαλείο, την γλώσσα, που σφύζει εσωτερικής ζωής, μπορεί να περιγραφεί κάποια τέτοια στιγμή η κατάσταση, φτάνοντας στο ιερό σημείο της κατανόησης η της συναίσθησης. Αφού η ποίηση δεν «αγγίζεται» μόνο με τον νου. Και τι εννοώ. Αν κάποιος κλείσει τα μάτια και αφεθεί στην μουσική των λέξεων θα κάνει με την ποίηση άλλου είδους ταξίδι. Διότι σημασία έχουν ΚΑΙ οι διεργασίες που θα κινητοποιηθούν ακούγοντας –έστω και μη κατανοώντας απόλυτα - ΚΑΙ η αίσθηση που θα αποκομίσει ο ακροατής-αναγνώστης μετά από αυτό. Ηδη ο Πυθαγόρας μας ενημερώνει για τα 3 επίπεδα της Ελληνικής γλώσσας τα οποία είναι τα εξής: 1. ομιλών- 2.Σημαίνον 3. Κρύπτον (α. διαστήματα (απόσταση & χρόνος) β. κραδασμός ( αφυπνίζει τον εγκέφαλο μέσω ιδιοσυχνοτήτων από τους δημιουργηθέντες παλμούς γ. λεξάριθμος (σχέση γραμμάτων και λέξεων με αριθμούς) δ. τονάριθμος (σχέση γραμμάτων και λέξεων με μουσικούς τόνους) Είπε ντο και λα διίημι άρπας και μια διάθλαση τροχάδην…. Γιοί του άγιου Νότου
Η Ελένη έπαιξε ένα παιχνίδι γράφοντας την συλλογή αυτή. Έπαιξε με το εδώ αλλά και το επέκεινα. Όπως έπαιξε με το ορατό αλλά και το αόρατο. Έπαιξε με την λέξη και με την μνήμη. Μας έκανε κοινωνούς στην μνήμη που έχουν οι λέξεις και μας οδήγησε από το αγκομαχητό, την άναρθρη κραυγή, το φθόγγημα της ανθρωπότητας, στην πρώτη κωδικοποιημένη λέξη που έγινε αποδεκτή από την ομάδα. Κει που δεν έχει αντάμωση από βροχές μήτε από καύτρα εποχή κάτι στιγμούλες μισοχάραμα ήταν που λαλούσαν τα κεντημένα τραγούδια Της ροδής παιδί
στην συνέχεια, η Ελένη μας έφερε στην πρόταση την λογική, στην λέξη που επικοινωνήσαμε, που την απορρίψαμε (όπως συμβαίνει στην εποχή μας) και που πάλι νοσταλγήσαμε την μνήμη της την αρχέτυπη, δηλαδή στην ουσία της την ελληνική. Που σημαίνει(κατά τον πρωτοπόρο μέγα Πυθαγόρα πως το κάθε γράμμα της κάθε λέξης έχει μια αριθμητική αξία, οπότε και κάθε λέξη είναι ένας αριθμός, Μια τεράστια γνώση κλειδωμένη- μέσα στις λέξεις, λόγω της μαθηματικών τιμών που έχουν. Ίημα εκ των ήχων κι η περιδέξια φωνή ως πρώθηβος εκβάλει (προ της ηβης-νεαρός) κατά την πρώια ολόγυρα με περιδένει από το δεύτερο του απογεύματος ως το μηδενικό της νύχτας κι’ άνοιξε η χηλοειδής σελήνη (δισχιδής-με ραγάδες) Ίημα εκ των ήχων Ο τίτλος της συλλογής είναι βαρύς. Πήραμε πάρα πάνω μια εικόνα της ιστορίας της λέξης. Κι η λέξη « Μνήμη» τώρα το ίδιο σημαντική συν-κυριαρχεί στον τίτλο. Μνήμη σημαίνει, τόποι και χρόνοι, πρόσωπα, σχέσεις, φαινόμενα, δράσεις. Και η ικανότητα που κατέχεις να αναπαραγάγεις αυτά κάθε στιγμή, η να προσπαθείς να αναπαραγάγεις στο βάθος του ανθρώπινου παρελθόντος… «Δανείζομαι Λυσίκομο περιβολή κικλήσκω δεύτερο αρχικό, (καλώ-προσκαλώ-Προσαγορεύω-ονομάζω-φωνάζω σε βοήθεια) του Δαναού σανδάλι με την οργή του ξίφους σε ξερικό ποτάμι να καθρεφτίζω βέλη-θάνατο. Ριγώνοντας τρίσβαθα, δραπέτης αναμεσίς σ’ επιστροφή εν χρόνο, πυρσός που μ’ αναμένει έγκατο στεφάνι». λέει στο Kικλήσκω… Λυσίκομο περιβολή
Γι αυτό και θα πω κάτι γνωστό και εντελώς τραγικό. Πως όταν ένας άνθρωπος χάσει την μνήμη του, θα είναι ένα σώμα απλώς. Ένα άθροισμα-αποτέλεσμα φυσικών λειτουργιών. Δίχως ιστορία. Η ιστορία του, είναι που «ζωντανεύει» τον φυσικό οργανισμό και τον κάνει να αποκτά «Οντότητα». Και η μνήμη είναι αυτή που διασώζει την ιστορία του. Το ίδιο συμβαίνει και με την λέξη. Στην εποχή μας που η επικοινωνία έχει περιοριστεί , μήπως δεν είναι ακριβώς η στιγμή που οφείλουμε να αναρωτηθούμε? Πως θα μπορέσουμε να ξυπνήσουμε την μνήμη της γλώσσας μας και την μνήμη της κάθε λέξης χωριστά? Διότι τι είναι μια λέξη δίχως μνήμη? Μια σειρά γραμμάτων που στην απλούστερη τους έκφανση θα κωδικοποιεί ανάγκες των χρηστών? Όχι βέβαια. Αυτό μπορεί να συμβαίνει σε όλες τις γλώσσες εκτός της δικής μας η οποία αποτελεί ένα μαθηματικό αριστούργημα το οποίο Αποκωδικοποιώντας το, ξεκλειδώνουμε την μνήμη του. Η μνημη των λέξεων είναι η δύναμη τους. Αν την γνωρίζουμε, θα μπορέσουμε να οσμιστούμε τον αγώνα των λέξεων για επιβίωση, να μετάσχουμε στην διαδικασία αυτής επιβίωσης των λέξεων, να θαυμάσουμε την επιβολή τους, να εκστασιαστούμε με την εξέλιξη τους, να θαυμάσουμε το πόσο μια λέξη δύναται να προσεγγίσει η να αναπαράγει απολύτως ένα νόημα, η μια ιδέα. Όμως Η μνήμη της γλώσσας είναι η δική μας δύναμη.
Γι αυτό η Ελένη ψάχνοντας να εντοπίσει τους θεματοφύλακες της γλώσσας, τους ποιητές κραυγάζει: Πού είναι οι ποιητές; Αυτούς που θα διασώσουν και την λέξη «τόσες λέξεις ηλικιωμένες πολύ κλεισμένες πίσω από τη νύχτα» αλλά θα διασώσουν και την μνήμη. «Ερμιόνη, Αρσινόη, Εριώπιδα, Λάχεση, Ομφάλη παραπλεύρως….»
Πού είναι οι ποιητές; με το βέλος και το φτερό ξεπροβοδίζουν τα παιδιά και την πόλη τόσες λέξεις ηλικιωμένες πολύ κλεισμένες πίσω από τη νύχτα γυναίκες Ερμιόνη, Αρσινόη, Εριώπιδα, Λάχεση, Ομφάλη παραπλεύρως ξέπλεκα μαλλιά στο ντάλα σιωπής ύστερα γίναν πάλι έμβρυα γάμπες διπλωμένες με την ψυχή και το περίσσευμα αδάκρυτο κουβάρι ανάσα ανάσα ξημερώνει
Η εξέλιξη λοιπόν, των λέξεων και της γλώσσας είναι που μπορεί να μας κάνει κοινωνούς στην πραγματικότητα των ποιητών. Η λέξη δεν μπορεί εύκολα να ζωγραφιστεί. Μπορεί όμως να γίνει σπαρακτική εικόνα ακριβώς μέσω των λέξεων. Και η Ελένη μας δίνει εικόνες που συνταράσσουν. Που μπορούν να μας βοηθήσουν να συνδεθούμε με το απτό και το άυλο. Με το φυσικό και το Υπέρ η και το Μεταφυσικό πως καταφθάνουν τα γινόμενα φτερά τα ωδικά ράμφη πράα από ανάγνωση και ξεφύλλισμα για δείπνο πάλι κι όλο υψώνουν τις αρχαίες νότες στην πόλη «τα ωδικα ραμφη» Οι εικόνες αυτές που μας προσφέρει θα έλεγα ακόμα και σε πράξεις οδυνηρές, έρχονται και αποκτούν μια χροιά εξαγιασμού μέσα από αυτήν την αρμονία, την μελωδικότητα που προσφέρονται αλλά και την σκόπιμη παραβίαση κανόνων. Διότι οι ποιητές με την αιωνία τους «Άδεια» έχουν το ελεύθερο να δημιουργούν νέα δόμηση μετά από προηγούμενη αποδόμηση. Πράγμα που φυσικά μπορεί να δυσκολέψει την κατανόηση, όμως με αυτή την ανατροπή του «πρέπει» δύναται να αποδοθεί η εικόνα στην οποία καλούμαστε να μετέχουμε, με καλύτερο τρόπο, η πιο ουσιαστικό. Και διαπιστώνουμε πως η Ελένη ανατρέπει πολλάκις τους κανόνες της εκφοράς του λόγου. …….να σε φωνάξω Ιάπετε, Ανθέμιε, Ιάσονα, Κάανθε μαζί με την Έρκυνα και την Ευρώπη της τέχνης όλοι με φως λυτό ανάμεσα σε ζαρκάδια και ήχο Μυκηνών παίρνουν τον όρκο της αλήθειας αναφλέγοντας επειδή η φωτιά ερωτόληπτη ανάβει ίσως και υπό αίρεση «Στο φως που καίει» Θεωρώ πως αυτή η ανατροπή- η και η αποδόμηση, γίνεται, στην προσπάθεια της να ανάγει την υποκειμενικότητα της ποίησης στην σφαίρα του Άλλου και εν τέλει του Όλου. Έτσι ανατρέποντας την ευθεία αφήγηση, κατασκευάζει εικόνες που ο αναγνώστης προσλαμβάνοντας τες, νοιώθει εν πρώτοις την άρνηση του ποιητή να συμβιβαστεί, και εν συνεχεία την θέληση του να διαθέσει αυτές σαν όχημα, ώστε να προσεγγιστεί, το βαθύτερο νόημα του κειμένου. Γνωρίζουμε εξάλλου, ότι η εικόνα και η ανάπλαση της εικόνας, είναι ό,τι η απόδειξη στην επιστήμη. Αυτή λοιπόν η εικονοποίηση, στην ποίηση της Ελένης ενώ είναι βαριά και επαναλαμβανόμενη, δεν σε πνίγει, εφόσον με τον χρωματικό της πλούτο, καταφέρνει να αναδείξει όλα αυτά που εικονογραφεί. Την προσφορά. Μα και την έλλειψη, τον Έρωτα, μα και το οδυνηρό του, το μάταιο αλλά και το πάθος για σύλληψη του Άλλου ακόμα και μέσω της ερωτικής κοινωνίας. Έστω και μέσα από κοπιώδη διαδρομή όπου καθώς λέει «μια ανηφόρα λαχανιάζει την παρηγοριά» και παίρνει την υλη την αρχέγονη και ποιεί εκ νέου μη μιλώντας …. για τον νοτιά «μην αποσύρει τις ευχές τα λόγια των ανθρώπων». Γιατί η Ελένη αγαπά τους ανθρώπους και προτίθεται να δείξει τον σεβασμό της με την σοβαρή πρόθεση, της σοβαρής ποητικής της παρουσίας στον χώρο.