Ησουν μικρό αγάπη μου κι η μνήμη σου ιστορούσε
λίγες αράδες παιδικής, πρόϋπνιας ιστορίας
χωρίς δράκους και τέρατα, μόνο μ΄αυγές και έργα
ωραία εργα ιπποτικά από γονιούς παρμένα
ευγενικούς που στηνανε παραμυθιών βιβλια
συνέχειες να δίνουνε στα όνειρά σου όλα.
Κι εγώ σε πήρα η τρελλή στη γη να σε γνωρίσω
και το λαδάκι μου έκαιγα χωρίς φειδώ και σκέψη
κι εσύ αυγάταινες πολλά κι εγω εξασθενούσα...
Ο έρωτας βυθίζονταν στον εμπαιγμό του τοίχου
ημεροδείκτης πρόσκαιρος με δύναμη ενού χρόνου
σε σκουπιδότοπο γλοιο θάκλεινε τη σειρά του
μ΄αριθμημένες εποχές, μέρες χρόνια και μηνες
όλα βαρειά ασθματικά από τις αναμνησεις.
Δε φταις εσύ μητε εγω μητε κι άλλος κανένας
οι ώρες παρανόησαν που ευφαράινονται με θλίψη
δείγματα αναντίρρητα μιας χρόνιας αφροσύνης
Οι μέρες που το θέαμα στερήθηκαν και πάνε
ψάχνοντας μεσ΄τις ρίζες τους των λεξεων τις συγχύσεις
και οι βδομάδες που άπιστες σ΄εμάς αντινομήσαν
με σιγουριά ακυρώνοντας ότι είχαμε πιστεψει.
Κι οι μηνες φταινε οι στατικοι και οι σωστα βαλμένοι
στρατιώτες χρόνια στη σειρά που πόλεμο δεν είδαν
γι αυτό και ρίξαν τ΄άρματα ξωπισω τους και φύγαν.
Τα χρόνια π΄απαράλλαχτα και καταραχνιασμένα
μέσ΄σ΄ενα σύναγμα πεζών κι ανόητων πραγμάτων
θύματα μιας συνηθειας που φόνισσα να γίνει
έμελλε κι ας μην έμοιαζε να έχει το κουράγιο
Όμως ονείρατα πολλά σταμάτησε να βλέπει
κι ανόνειροι ύπνοι φέρνουνε την τρέλλα από δίπλα
στο σύρμα οπου τ΄αγκάθια του, ή την ζωή ξυπνάνε
είτε η τρέλλα ακουμπά και ξυνει τιςπληγές της
Δεν φταις εσύ, μητε εγώ, μόνο ο χρόνος φταίει
γι αυτό καταδικάστηκε να εκτίει τηνποινή του
σε τοίχους μελλοθάνατος και καταδικασμένος.
λίγες αράδες παιδικής, πρόϋπνιας ιστορίας
χωρίς δράκους και τέρατα, μόνο μ΄αυγές και έργα
ωραία εργα ιπποτικά από γονιούς παρμένα
ευγενικούς που στηνανε παραμυθιών βιβλια
συνέχειες να δίνουνε στα όνειρά σου όλα.
Κι εγώ σε πήρα η τρελλή στη γη να σε γνωρίσω
και το λαδάκι μου έκαιγα χωρίς φειδώ και σκέψη
κι εσύ αυγάταινες πολλά κι εγω εξασθενούσα...
Ο έρωτας βυθίζονταν στον εμπαιγμό του τοίχου
ημεροδείκτης πρόσκαιρος με δύναμη ενού χρόνου
σε σκουπιδότοπο γλοιο θάκλεινε τη σειρά του
μ΄αριθμημένες εποχές, μέρες χρόνια και μηνες
όλα βαρειά ασθματικά από τις αναμνησεις.
Δε φταις εσύ μητε εγω μητε κι άλλος κανένας
οι ώρες παρανόησαν που ευφαράινονται με θλίψη
δείγματα αναντίρρητα μιας χρόνιας αφροσύνης
Οι μέρες που το θέαμα στερήθηκαν και πάνε
ψάχνοντας μεσ΄τις ρίζες τους των λεξεων τις συγχύσεις
και οι βδομάδες που άπιστες σ΄εμάς αντινομήσαν
με σιγουριά ακυρώνοντας ότι είχαμε πιστεψει.
Κι οι μηνες φταινε οι στατικοι και οι σωστα βαλμένοι
στρατιώτες χρόνια στη σειρά που πόλεμο δεν είδαν
γι αυτό και ρίξαν τ΄άρματα ξωπισω τους και φύγαν.
Τα χρόνια π΄απαράλλαχτα και καταραχνιασμένα
μέσ΄σ΄ενα σύναγμα πεζών κι ανόητων πραγμάτων
θύματα μιας συνηθειας που φόνισσα να γίνει
έμελλε κι ας μην έμοιαζε να έχει το κουράγιο
Όμως ονείρατα πολλά σταμάτησε να βλέπει
κι ανόνειροι ύπνοι φέρνουνε την τρέλλα από δίπλα
στο σύρμα οπου τ΄αγκάθια του, ή την ζωή ξυπνάνε
είτε η τρέλλα ακουμπά και ξυνει τιςπληγές της
Δεν φταις εσύ, μητε εγώ, μόνο ο χρόνος φταίει
γι αυτό καταδικάστηκε να εκτίει τηνποινή του
σε τοίχους μελλοθάνατος και καταδικασμένος.